τσιλη(μ)πουρδώ

τσιλη(μ)πουρδώ
Ν
τσιλημπουρδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιληπορδῶ* (για την τροπή τού σ- σε τσ- πρβλ. τσυρίζω < συρίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσιλη(μ)πουρδώ — τσιλη(μ)πούρδησα 1. συμπεριφέρομαι με αναίδεια, με θρασύτητα, αυθαδιάζω. 2. συμπεριφέρομαι με ελευθεριότητα, αταχτώ: Λείπει η γυναίκα του και τσιληπουρδά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιλη(μ)πούρδημα — το, Ν [τσιλη(μ)πουρδώ] τσιλημπούρδισμα …   Dictionary of Greek

  • σιληπορδώ — και δωρ. σιλαπορδῶ, έω, Α συμπεριφέρομαι με αναίδεια, με χυδαίο εγωισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιλη + πορδῶ (< πορδή < πέρδομαι). Για το α συνθετικό σιλη έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέεται με το Σιληνός (πρβλ. Πορδο σιλήνη «ονομασία νησιού») ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”